- οπωροπώλης
- ο , οπωροπώλις (-ιδος) η продав|ёц,-щица фруктов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀπωροπώλης — fruiterer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπωροπώλης — ο (ΑΜ ὀπωροπώλης, Α θηλ. ὀπωρόπωλις, ιδος) αυτός που πουλά οπώρες, μανάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + πώλης*] … Dictionary of Greek
οπωροπώλης — ο πωλητής φρούτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπωροπώλην — ὀπωροπώλης fruiterer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
μανάβης — ο, θηλ. μανάβισσα πωλητής λαχανικών και φρούτων, λαχανοπώλης, οπωροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. manav] … Dictionary of Greek
οπωροκάπηλος — ὀπωροκάπηλος, ὁ ή ἡ (Α) οπωροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιο κάπηλος)] … Dictionary of Greek
οπωροπράτης — ὀπωροπράτης, ὁ (Μ) οπωροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λαχανο πράτης] … Dictionary of Greek
οπωροπωλείο — το κατάστημα πώλησης οπωρών, μανάβικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπωροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὀπωροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek
πωμαρίτης — ὁ, θηλ. πωμαρίτισσα, Α οπωροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πωμάριον «κήπος, περιβόλι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek